- παρακρεμάννυμι
- Ακρεμώ προς τα κάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κρεμάννυμι «κρεμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακρεμάμενα — παρακρεμάννυμι hang beside pres part mp neut nom/voc/acc pl παρακρεμά̱μενα , παρακρεμάννυμι hang beside fut part mid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρεμάμενος — παρακρεμάννυμι hang beside pres part mp masc nom sg παρακρεμά̱μενος , παρακρεμάννυμι hang beside fut part mid masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρέμανται — παρακρεμάννυμι hang beside pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρέμαται — παρακρεμάννυμι hang beside pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκρεμάσθη — παρακρεμάννυμι hang beside aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκρέματο — παρακρεμάννυμι hang beside imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρεμάσας — παρακρεμά̱σᾱς , παρακρεμάννυμι hang beside fut part act fem acc pl (attic epic doric) παρακρεμά̱σᾱς , παρακρεμάννυμι hang beside fut part act fem gen sg (attic epic doric) παρακρεμάσᾱς , παρακρεμάννυμι hang beside aor part act masc nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek